- μπαμπόγερος
- ο , μπαμπόγρια η1) дряхлый старик, дряхлая старуха; 2) безобразный старик, безобразная старуха; старая образина (груб. ); баба-яга
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαμπόγερος — ο, θηλ. μπαμπόγρια (Μ μπαμπόγερος και μπομπόγερος) πολύ άσχημος γέρος νεοελλ. πολύ γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπάμπω* + γέρος / γριά] … Dictionary of Greek
μπαμπόγερος — ο θηλ. ρια ο πολύ γέρος: Θέλει και να παντρευτεί ο μπαμπόγερος! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γέρος — ο (θηλ. γριά, η) 1. άνθρωπος πολύ προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένος 2. ο γέροντας πατέρας 3. ο ηλικιωμένος σύζυγος 4. στον πληθ. οι γέροι οι γονείς 5. παροιμ. α) «ο γέρος κι αν στολίζεται, στον ανήφορο γνωρίζεται» όσο κι αν κρύβει κάποιος την… … Dictionary of Greek